- ἀδημοκράτητος
- ἀδημοκράτητος, ον,A not democratic, D.C.43.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδημοκράτητος — η, ο (Α ἀδημοκράτητος, ον) [δημοκρατῶ] αυτός που δεν έχει δημοκρατικό πολίτευμα, που δεν κυβερνιέται δημοκρατικά … Dictionary of Greek
ἀδημοκράτητα — ἀδημοκράτητος not democratic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)